Οι σταγόνες της βροχής ηχούσαν ρυθμικά πάνω στις σκεπές των σπιτιών. Ήταν ο μόνος έντονος ήχος που ακουγόταν εκείνο το κρύο βράδυ. Ο νεαρός ιερέας είχε ξεμπαρκάρει σε ένα μικρό λιμανάκι του πρώτου νησιού που είχε βρεθεί στον διάβα του. Η βροχή είχε αρκετή ώρα που είχε αρχίσει, ήδη όταν ο ίδιος βρισκόταν στην θάλασσα. Ο Θεός ευτυχώς τον είχε οδηγήσει όμως σε στεριά, προστατεύοντας τον από τα λυσσασμένα κύματα. Λάτρευε τον ήχο της βροχής που έπεφτε πάνω στο έδαφος, λάτρευε την μυρωδιά της φύσης. Εκείνη την μυρωδιά του χώματος και λάσπης και εκείνη το δροσιά που ένιωθε καθώς περπατούσε ενώ οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πάνω στα ρούχα και στο πρόσωπό του.