Αυτη η θαλασσα πρεπει να ειναι οντως κυκλοθυμικη. Για ποιο λογο να υποσχεται ενα ηρεμο και γαληνιο ταξιδι στην αρχη μιας ηλιολουστης μερας, και στη συνεχεια να εμφανιζει τα κοφτερα της δοντια σηκωνοντας ανυπερβλητες φουρτουνες?
Ενα πειρατικο πληρωμα σιγουρα γνωριζει τους κινδυνους της θαλασσας. Η τυχοδιωκτικη φυση των ανθρωπων αυτων ομως, τους κανει να επαναπαυονται στο φιλικο προσωπείο της -κατα τ'αλλα - θελκτικης θαλασσας και να μετατρεπουν ενα ετοιμοπολεμο καραβι σε κινουμενο παρτυ.
Τοτε ηταν που η επιφανειακα γαλαζια, αλλα στο βαθος σκοτεινη Θεά επελεξε να χτυπησει. Οι μεθυσμενοι πειρατες ηταν ενα νοστιμο ορεκτικο για εκεινη αφου καταπιε χωρις δυσκολια τοσο τους ιδιους οσο και τις μεγαλες ποσοτητες χρυσου που στολιζαν προς το παρον το αμπάρι.
Αναπαντητο ερωτημα συνεχιζει να παραμενει γιατι αλλους τους εξαφανιζει απο προσωπου γης (sic) και αλλους τους επιτρεπει να ταξιδευουν αναισθητοι στους κυματώδεις διαδρομους της επιφανειας.
Στην προκειμενη περιπτωση μονος ενας πειρατης ειχε την τυχη να επιζησει και να ξυπνησει αργα το βραδυ με το προσωπο χωμενο μεσα στην αμμο...
"Δεν το πιστευω οτι εχασα ολο το χρυσαφι..." μονολογησα εχοντας ξυπνησει για τα καλα και προχωρώντας ολοενα και περισσοτερο στα ενδοτερα του δασους που εφτανε μεχρι την παραλια.
"Παλι καλα που εχω λιγακι sake μαζι μου...Kishishishi..." Εβαλα το χερι μεσα στο χιλιοτρυπημενο και αλατισμενο πατελονι μου, και κατοπιν στο στενο εσωρουχο απ'οπου και τραβηξα ενα μπουκαλι sake.Γελασα δυνατα απο ευχαριστηση καθως επινα τις πρωτες γουλιες, ενοιωθα σαν να πεθανα και να πηγα στον παραδεισο.
Προχωρησα αρκετη ωρα μεσα στο δασος υπο το λιγοστο φως του φεγγαριου ωσπου με εκαναν να σταματησω κατι φωνες. Αφουγκραστηκα καλα για να εντοπισω την πηγη . Προερχοταν απο την βαση ενος μικρου σχετικα λοφου που δεν ηταν και πολυ μακρια μου.
Μολις εφτασα, ειδα την εισοδο μιας σπηλιας, και απο μεσα να ακουγονται γυναικειες φωνες.
Δεν μου πηρε πολλη ωρα για να μπω σε εκεινη τη σπηλια και να προχωρησω στα τυφλα τοσο, ωστε να ακουσω καθαρα τα λογια τους.
Τι φταιξαμε... Γιατι να μας δεσουν μεσα σε μια σπηλια!! Δεν θα μας σωσει τιποτα... Μονο ενας θεος! Τα μοιρολογια και τους θρηνους συνοδευαν βογγητα, κλαμματα και λυγμοι.
Δυο κολλημενοι στον τοιχο πυρσοι φωτιζαν ενα μεγαλο ανοιγμα κανοντας με να εντοπισω με δακρυα χαρας εξι πανεμορφα λαχταριστα κοριτσια στην ηλικια των 20 , δεμενα με σχοινι γυρω απο βραχους ξεχωριστα η καθεμια.
Εριξα μια ματια στο μπουκαλι μου, και αλλη μια σε εκεινες.
''Τελικα δεν ηρθα σαν νεκρος στον παραδεισο... ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΘΕΟΣ!!''
Μellorines!!! φωναξα τρεχοντας προς το μερος τους...